- διοργανωτικός
- -ή, -όαυτός που διαθέτει την ικανότητα για σωστή διοργάνωση.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
διοργανωτικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη διοργάνωση ή στον διοργανωτή 2. αυτός που έχει ικανότητα στη διοργάνωση. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1886 στον Περικλή Βέγια] … Dictionary of Greek